- φιξάρισμα
- το, -ατοςσταθεροποίηση (ιδίως χρώματος), στερέωση, παγίωση: Φιξάρισμα φωτογραφικής πλάκας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιξάρισμα — το, Ν [φιξάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φιξάρω … Dictionary of Greek